- ανάρριχτος
- η , ο , ανάρριχτός, ή , ό накинутый, наброшенный (поверх чего-л.);
βάλλω το παλτό μου ανάρριχτο — набросить пальто (на плечи)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βάλλω το παλτό μου ανάρριχτο — набросить пальто (на плечи)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάρριχτος — η, ο 1. ριχτός επάνω, απλωμένος στην πλάτη 2. αυτός που δεν ρίχτηκε, δεν εξαπολύθηκε … Dictionary of Greek
αναρριχτός — ή, ό ελαφρά ριγμένος ή απλωμένος επάνω ή πίσω … Dictionary of Greek